(η)λιόχαρος

(η)λιόχαρος
(η)λιόχαρος
-η, -ο
που φωτίζεται άπλετα από τις ηλιακές ακτίνες και δίνει την εντύπωση ότι χαίρεται γι' αυτό: Ηλιόχαρη ακροθαλασσιά.
λιόχαρος
-η, -ο
γεμάτος ήλιο και χαρά, ο ηλιόλουστος: Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα (Λ. Πορφύρας).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιόχαρος — η, ο 1. ηλιοχαρής, αυτός που χαίρεται τις ακτίνες τού ήλιου, ο γεμάτος ήλιο και χαρά 2. χαρακτηρισμός για τα άγρια φυτά που αναπτύσσονται το καλοκαίρι με ξηρασία …   Dictionary of Greek

  • ηλιόχαρος — και λιόχαρος, η, ο (για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται επειδή καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη ακρογιαλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χαρος (< χαρά), πρβλ. περί χαρος, πολεμό χαρος] …   Dictionary of Greek

  • λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”